- σειρηνοειδή
- (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα ξεχωρίζει από τον κορμό, επειδή ο λαιμός είναι πολύ κοντός. Η οδοντοφυΐα δεν έχει κυνόδοντες και περιλαμβάνει συνήθως πολυάριθμους προγομφίους και γομφίους, που προεξέχουν ελάχιστα από τα ούλα. Τα μάτια είναι εφοδιασμένα με τρίτο βλέφαρο και δεν υπάρχει ωτιαίο πτερύγιο· οι αισθήσεις, προπάντων όραση, όσφρηση και γεύση, είναι λίγο αναπτυγμένες και, τέλος, μετριότατη είναι η διανοητική τους ικανότητα.
Τα μπροστινά άκρα είναι κοντά και μοιάζουν με φτυάρια, ενώ πίσω δεν υπάρχουν. Το ουραίο πτερύγιο έχει σχήματα και διαστάσεις διάφορες, αλλά πάντοτε βρίσκεται σε οριζόντια θέση· το δέρμα είναι χοντρό, ρυτιδωμένο και προικισμένο με αραιό τρίχωμα- ο σκελετός αποτελείται από συμπαγή οστά και κατά συνέπεια βαριά. Τα σ., διαδομένα προπάντων στις μεσοτρο-πικές ζώνες, ζουν στη θάλασσα, κοντά στις ακτές, αλλά μερικές φορές ανεβαίνουν στις εκβολές των ποταμών· τρέφονται ιδιαίτερα με φύκια και θαλάσσια φανερόγαμα.
* * *τα, Νζωολ. τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων φυτοφάγων θηλαστικών, γνωστών με την κοινή ονομασία θαλάσσιες αγελάδες, αρκετά είδη τών οποίων έχουν εξαφανιστεί ή απειλούνται με εξαφάνιση λόγω τού ανηλεούς κυνηγιού τους από τον άνθρωπο για το κρέας και το λίπος τους, αλλ. σειρήνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sirenia < λατ. siren (< σειρήν, -ῆνος) + κατάλ. -ia, που αποδόθηκε στην Ελληνική με το -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.